ἀδιάπλαστος — as yet unformed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάπλαστος — η, ο ασχημάτιστος, αδιαμόρφωτος: Το σώμα του είναι ακόμη αδιάπλαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιάπλαστον — ἀδιάπλαστος as yet unformed masc/fem acc sg ἀδιάπλαστος as yet unformed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαπλάστου — ἀδιάπλαστος as yet unformed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαπλάστῳ — ἀδιάπλαστος as yet unformed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάπλαστα — ἀδιάπλαστος as yet unformed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάπλαστοι — ἀδιάπλαστος as yet unformed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαμόρφωτος — η, ο (Α ἀδιαμόρφωτος, ον) αυτός που δεν έχει πάρει ακόμη την τελική του μορφή, ασχημάτιστος, αδιάπλαστος, αφορμάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαμορφώνω, διαμορφῶ] … Dictionary of Greek
ακατασκεύαστος — η, ο (Α ἀκατασκεύαστος, ον) [κατασκευάζω] αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος αρχ. 1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, τού οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία «ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6) 2. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ԱՆՍՏԵՂԾ — (ի, ից.) NBH 1 0238 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Իբր Անեղ. որ եւ ԱՆՍՏԱՑԱԿԱՆ, եւ ԱՆԱՐԱՐ ասի. *Անստեղծն քան զեղականս. Նար. ՟Ծ՟Գ: ԱՆՍՏԵՂԾ. Չստեղծեալ յաստուծոյ. *Մաքուր եղէց յանստեղծիցն քո՝ իմոց լլկողացʼʼ. այսինքն ʼի մեղաց. Նար. ՟Ծ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)