αδιάπλαστος

αδιάπλαστος
-η, -ο (Α ἀδιάπλαστος, -ον) [διαπλάσσω]
αυτός που δεν διαπλάστηκε, που δεν πήρε ακόμη την οριστική του μορφή, αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν επιδέχεται διάπλαση, που δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την ανάλογη διάπλαση
2. ο μη διαπλασμένος διανοητικά ή ηθικά, απαίδευτος, αμόρφωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάπλαστος — as yet unformed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάπλαστος — η, ο ασχημάτιστος, αδιαμόρφωτος: Το σώμα του είναι ακόμη αδιάπλαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιάπλαστον — ἀδιάπλαστος as yet unformed masc/fem acc sg ἀδιάπλαστος as yet unformed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπλάστου — ἀδιάπλαστος as yet unformed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαπλάστῳ — ἀδιάπλαστος as yet unformed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάπλαστα — ἀδιάπλαστος as yet unformed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάπλαστοι — ἀδιάπλαστος as yet unformed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαμόρφωτος — η, ο (Α ἀδιαμόρφωτος, ον) αυτός που δεν έχει πάρει ακόμη την τελική του μορφή, ασχημάτιστος, αδιάπλαστος, αφορμάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαμορφώνω, διαμορφῶ] …   Dictionary of Greek

  • ακατασκεύαστος — η, ο (Α ἀκατασκεύαστος, ον) [κατασκευάζω] αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος αρχ. 1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, τού οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία «ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6) 2. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՍՏԵՂԾ — (ի, ից.) NBH 1 0238 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Իբր Անեղ. որ եւ ԱՆՍՏԱՑԱԿԱՆ, եւ ԱՆԱՐԱՐ ասի. *Անստեղծն քան զեղականս. Նար. ՟Ծ՟Գ: ԱՆՍՏԵՂԾ. Չստեղծեալ յաստուծոյ. *Մաքուր եղէց յանստեղծիցն քո՝ իմոց լլկողացʼʼ. այսինքն ʼի մեղաց. Նար. ՟Ծ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”